Πόρος κοινής δεξαμενής - Definition. Was ist Πόρος κοινής δεξαμενής
Diclib.com
Wörterbuch ChatGPT
Geben Sie ein Wort oder eine Phrase in einer beliebigen Sprache ein 👆
Sprache:

Übersetzung und Analyse von Wörtern durch künstliche Intelligenz ChatGPT

Auf dieser Seite erhalten Sie eine detaillierte Analyse eines Wortes oder einer Phrase mithilfe der besten heute verfügbaren Technologie der künstlichen Intelligenz:

  • wie das Wort verwendet wird
  • Häufigkeit der Nutzung
  • es wird häufiger in mündlicher oder schriftlicher Rede verwendet
  • Wortübersetzungsoptionen
  • Anwendungsbeispiele (mehrere Phrasen mit Übersetzung)
  • Etymologie

Was (wer) ist Πόρος κοινής δεξαμενής - definition


Πόρος κοινής δεξαμενής         
Ο πόρος κοινής δεξαμενής, σύμφωνα με την Έλινορ Όστρομ, είναι ένα τεχνητό ή φυσικό σύστημα πόρου που είναι αρκετά μεγάλο ώστε να είναι αρκετά δαπανηρός (όχι όμως αδύνατος) ο αποκλεισμός ατόμων που μπορούν να αποκομίσουν κέρδη ή οφέλη από τη χρήση του.
Πόρος Ναυπακτίας Αιτωλοακαρνανίας         
ΟΙΚΙΣΜΌΣ ΤΗΣ ΕΛΛΆΔΑΣ
Πόρος Ριγανίου Αιτωλοακαρνανίας
Ο Πόρος είναι μικρός οικισμόςΝα μην συγχέεται με την ομώνυμη νησίδα στον Πατραϊκό Κόλπο. της Τοπικής Κοινότητας Ριγανίου της δημοτικής ενότητας Ναυπάκτου του «Καλλικρατικού» δήμου Ναυπακτίας στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του Προγράμματος Καλλικράτης που ισχύει στην Ελλάδα από την 1/1/2011Ε.
Φυσικοί πόροι         
Οι φυσικοί πόροι είναι πόροι που υπάρχουν χωρίς καμία ανθρώπινη δράση. Αυτό περιλαμβάνει την εμπορική και βιομηχανική χρήση, την αισθητική αξία, το επιστημονικό ενδιαφέρον και την πολιτιστική αξία. Στη Γη, περιλαμβάνει το φως του ήλιου, την ατμόσφαιρα, το νερό, τη γη, όλα τα ορυκτά μαζί με όλη τη βλάστηση και τη ζωή των ζώων."natural resources - definition of natural resources in English". Oxford Dictionaries."Definition of natural resource - Student Dictionary". Wordcentral.com."What is Natural Resources? definition and meaning". Investorwords.com."Natural resource dictionary definition | natural resource defined". Yourdictionary.com.